- σπερμολόγος
- ο, η / σπερμολόγος, -ον, ΝΜΑ, και σπερματολόγος, -ον Ααυτός που συγκεντρώνει και διαδίδει ανεξέλεγκτες πληροφορίες και κακόβουλες φήμες (α. «είναι ένας αδίστακτος σπερμολόγος» β. «τί ἂν θέλοι ὁ σπερμολόγος οὗτος λέγειν;», ΚΔγ. «σπερμολόγος, περίτριμμ' ἀγορᾱς», Δημοσθ.)αρχ.1. (για πτηνό) αυτός που συγκεντρώνει σπόρους για τη διατροφή του2. (κατά τον Ησύχ.) «κολοιῶδες ζῷον»3. φρ. «σπερμολόγα ῥήματα» — αδέσποτες φήμες και φλυαρίες.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπέρμα, -ατος + -λόγος*].
Dictionary of Greek. 2013.